καββάλα

καββάλα
η , καββάλισμός ο кабалистика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καββάλα" в других словарях:

  • καββάλα — (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η οποία κατά τον 12o αι. άρχισε να αποκτά δική της οντότητα μέσα στο σύνολο των εβραϊκών μυστικιστικών διδασκαλιών. Σε αυτήν συναντώνται στοιχεία προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αραβικής… …   Dictionary of Greek

  • καββαλισμός — ο η καββάλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cabalism (< cabala «καββάλα» + κατάλ. ism)] …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • ιουδαϊσμός — Όρος που αποδίδεται στη θρησκεία και στους θεσμούς του εβραϊκού λαού από την εποχή της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Στη διάρκειά της αναπτύχθηκε μια νέα πνευματικότητα, που επικεντρώθηκε προπάντων στη λατρεία του λόγου του Θεού, ο οποίος περιέχεται… …   Dictionary of Greek

  • καββαλιστής — και καμπαλιστής, ο οπαδός τής καββάλας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, προβλ. αγγλ. cabalist (< cabala «καββάλα» + κατάλ. ist). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καββαλισταί, μαρτυρείται από το 1885 στον Ειρηναίο Κ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • καββαλιστικός — και καμπαλιστικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καββάλα ή στους καββαλιστές 2. συνεκδ. ακατανόητος, μυστηριώδης, γριφώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cabalistic (< cabalist «καββαλιστής»). Η λ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Καμπάλα — I (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία. Βλ. λ. Καββάλα. II (Kampala). Πόλη (1.219.551 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Ουγκάντα. Είναι χτισμένη κοντά στη βόρεια ακτή της λίμνης Βικτόρια, σε υψόμετρο που υπερβαίνει τα 1.300 μ. H πόλη,… …   Dictionary of Greek

  • Πίκο ντέλα Μιράντολα, Τζοβάννι — (Pico della Mirandola, Μιράντολα, Μόντενα 1463 – Φλωρεντία 1494). Ιταλός φιλόσοφος. Σπούδασε κανονικό δίκαιο στην Μπολόνια και φιλολογία στη Φεράρα, όπου γνώρισε το Σαβοναρόλα και τον Μπατίστα Γκουαρίνο, και φιλοσοφία στην Πάντοβα. Στη Φλωρεντία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»